εξάπλευρος
Смотреть что такое "εξάπλευρος" в других словарях:
εξάπλευρος — η, ο (Α ἑξάπλευρος, ον) 1. αυτός που έχει έξι πλευρές 2. το ουδ. ως ουσ. το εξάπλευρο(ν) γεωμετρικό σχήμα με έξι πλευρές και έξι γωνίες … Dictionary of Greek
εξάπλευρος — η, ο 1. που έχει έξι πλευρές. 2. το ουδ. ως ουσ., εξάπλευρο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑξάπλευρον — ἑξάπλευρος with six sides masc/fem acc sg ἑξάπλευρος with six sides neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαπλεύρου — ἑξάπλευρος with six sides masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξάπλευρα — ἑξάπλευρος with six sides neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξάπλευροι — ἑξάπλευρος with six sides masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek